κλοτσοσκούφι

κλοτσοσκούφι
το
1. είδος παιχνιδιού.
2. φρ., «Tον έχουν κλοτσοσκούφι», τον αδικούν όλοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλοτσοσκούφι — το 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες κλοτσούν έναν σκούφο 2. φρ. «έχει γίνει κλοτσοσκούφι» έχει καταντήσει έρμαιο τών άλλων και, γενικά, άτομο άβουλο που τό περιφρονούν όλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλότσος + σκουφί] …   Dictionary of Greek

  • κλωτσοσκούφι — το βλ. κλοτσοσκούφι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”